συνεισφορά
[sinisfoˈra]θηλυκό | Femininum, weiblich fÜbersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- Beitragαρσενικό | Maskulinum, männlich mσυνεισφορά συμβολήσυνεισφορά συμβολή
- Spendeθηλυκό | Femininum, weiblich fσυνεισφορά δωρεάσυνεισφορά δωρεά
Beispiele
- συνεισφορά επί των εξόδωνUnkostenbeitragαρσενικό | Maskulinum, männlich m