συνειδητός
[siniðiˈtos], συνειδητή, συνειδητόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjÜbersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- bewusstσυνειδητός με επίγνωσησυνειδητός με επίγνωση
- gewissenhaftσυνειδητός ευσυνείδητοςσυνειδητός ευσυνείδητος
Beispiele