συνείδηση
[siˈniðisi]θηλυκό | Femininum, weiblich fÜbersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- Bewusstseinουδέτερο | Neutrum, sächlich nσυνείδηση αντίληψη, επίγνωσησυνείδηση αντίληψη, επίγνωση
- Gewissenουδέτερο | Neutrum, sächlich nσυνείδηση του καλού και του κακούσυνείδηση του καλού και του κακού
Beispiele
- συνειδητοποίησηθηλυκό | Femininum, weiblich f αδικήματοςUnrechtsbewusstseinουδέτερο | Neutrum, sächlich n