συνδρομή
[sinðroˈmi]θηλυκό | Femininum, weiblich fÜbersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- Unterstützungθηλυκό | Femininum, weiblich fσυνδρομή βοήθειασυνδρομή βοήθεια
- Beistandαρσενικό | Maskulinum, männlich mσυνδρομή συμπαράστασησυνδρομή συμπαράσταση
- Beitragαρσενικό | Maskulinum, männlich mσυνδρομή χρηματικήGeldbeitragαρσενικό | Maskulinum, männlich mσυνδρομή χρηματικήσυνδρομή χρηματική
- Abonnementουδέτερο | Neutrum, sächlich nσυνδρομή σε περιοδικό, εφημερίδασυνδρομή σε περιοδικό, εφημερίδα
- Aboουδέτερο | Neutrum, sächlich nσυνδρομή οικείο | umgangssprachlichοικσυνδρομή οικείο | umgangssprachlichοικ
Beispiele
- συνδρομή σε εφημερίδαZeitungsabonnementουδέτερο | Neutrum, sächlich n