συνδικαλιστικός
[sinðikalistiˈkos], συνδικαλιστική, συνδικαλιστικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjÜbersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- gewerkschaftlichσυνδικαλιστικόςσυνδικαλιστικός
Beispiele
- συνδικαλιστική ομοσπονδίαθηλυκό | Femininum, weiblich fGewerkschaftsverbandαρσενικό | Maskulinum, männlich m
- συνδικαλιστικός φορέαςαρσενικό | Maskulinum, männlich m εργαζομένωνArbeitergewerkschaftθηλυκό | Femininum, weiblich f