συνδεδεμένος
[sinðeðeˈmenos], συνδεδεμένη, συνδεδεμένοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjÜbersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- συνδεδεμένος
- liiertσυνδεδεμένος με άτομοσυνδεδεμένος με άτομο
- eingeloggtσυνδεδεμένος ηλεκτρονικός υπολογιστής | Computerη/υσυνδεδεμένος ηλεκτρονικός υπολογιστής | Computerη/υ