συναρπαστικός
[sinarpastiˈkos], συναρπαστική, συναρπαστικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjÜbersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- faszinierend, hinreißendσυναρπαστικός άτομοσυναρπαστικός άτομο
- συναρπαστικός ταινία μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ