„συναδελφικός“ συναδελφικός [sinaðelfiˈkos], συναδελφική, συναδελφικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) kollegial kollegial συναδελφικός συναδελφικός