„συναγωγή“: θηλυκό συναγωγή [sinaɣoˈji]θηλυκό | Femininum, weiblich f Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) Synagoge Synagogeθηλυκό | Femininum, weiblich f συναγωγή θρησκεία | Religionθρησκ συναγωγή θρησκεία | Religionθρησκ