„συνέρχομαι“: αποθετικό ρήμα συνέρχομαι [siˈnerxome]αποθετικό ρήμα | Deponens dep <-ήλθα/-ήρθα> Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) zusammenkommen, zur Besinnung kommen, zu sich kommen sich erholen, sich beruhigen zusammenkommen συνέρχομαι συνέρχομαι zur Besinnung kommen, zu sich kommen συνέρχομαι κ. ψυχικά συνέρχομαι κ. ψυχικά sich erholen (από von) συνέρχομαι από ασθένεια συνέρχομαι από ασθένεια sich beruhigen συνέρχομαι ηρεμώ συνέρχομαι ηρεμώ