συμφωνώ
[simfoˈno]αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/i <-είς; -ησα; -ήθηκα; -ημένος>Übersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- einverstanden sein (με mit)συμφωνώ είμαι σύμφωνοςσυμφωνώ είμαι σύμφωνος
- συμφωνώ έχω την ίδια γνώμη
- zustimmen (μεδοτική | Dativ dat)συμφωνώ συναινώσυμφωνώ συναινώ
- übereinstimmenσυμφωνώ με κανόνασυμφωνώ με κανόνα