„συμπυκνώνομαι“: αμετάβατο ρήμα συμπυκνώνομαι [simbikˈnonome]αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/i Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) kondensieren kondensieren συμπυκνώνομαι συμπυκνώνομαι