συμπυκνωμένος
[simbiknoˈmenos], συμπυκνωμένη, συμπυκνωμένοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjÜbersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- kondensiertσυμπυκνωμένοςσυμπυκνωμένος
Beispiele
- συμπυκνωμένη τροφήθηλυκό | Femininum, weiblich fKraftfutterουδέτερο | Neutrum, sächlich n