„συμπονετικός“ συμπονετικός [simbonetiˈkos], συμπονετική, συμπονετικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) mitfühlend mitfühlend συμπονετικός συμπονετικός