συμπλήρωση
[simˈblirosi]θηλυκό | Femininum, weiblich fÜbersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- Ergänzungθηλυκό | Femininum, weiblich fσυμπλήρωσησυμπλήρωση
- Ausfüllenουδέτερο | Neutrum, sächlich nσυμπλήρωση εντύπουσυμπλήρωση εντύπου
- Vollendungθηλυκό | Femininum, weiblich fσυμπλήρωση έτους ηλικίαςσυμπλήρωση έτους ηλικίας