συμπεριφορικός
[simberiforiˈkos], συμπεριφορική, συμπεριφορικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjÜbersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
Beispiele
- συμπεριφορικός ρόλοςαρσενικό | Maskulinum, männlich mRollenverhaltenουδέτερο | Neutrum, sächlich n