„συμπαραστέκομαι“: μεσοπαθητικό ρήμα συμπαραστέκομαι [simbaraˈstekome]μεσοπαθητικό ρήμα | mediopassives Verb v/mp <-στάθηκα> Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) beistehen beistehen (σε κάποιον jemandem) συμπαραστέκομαι συμπαραστέκομαι