„συμπάθεια“: θηλυκό συμπάθεια [simˈbaθia]θηλυκό | Femininum, weiblich f Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) Sympathie, Mitgefühl, Liebling Sympathieθηλυκό | Femininum, weiblich f (για für) συμπάθεια Mitgefühlουδέτερο | Neutrum, sächlich n συμπάθεια συμπάθεια Lieblingαρσενικό | Maskulinum, männlich m συμπάθεια άτομο συμπάθεια άτομο