„συζητήσιμος“ συζητήσιμος [siziˈtisimos], συζητήσιμη, συζητήσιμοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) erwägenswert erwägenswert συζητήσιμος συζητήσιμος