„συγκοινωνώ“: αμετάβατο ρήμα συγκοινωνώ [siŋgjinoˈno]αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/i <-είς> Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) verbunden sein verbunden sein συγκοινωνώ δωμάτιο, οικοδόμημα συγκοινωνώ δωμάτιο, οικοδόμημα Beispiele συγκοινωνώ σιδηροδρομικώς με Eisenbahnverbindung haben mit συγκοινωνώ σιδηροδρομικώς με