συγκεντρωτικός
[siŋgjendrotiˈkos], συγκεντρωτική, συγκεντρωτικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjÜbersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- zentralistischσυγκεντρωτικόςσυγκεντρωτικός
Vielen Dank für Ihr Feedback!