συγκέντρωση
[siŋˈgjendrosi]θηλυκό | Femininum, weiblich fÜbersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- Ansammlungθηλυκό | Femininum, weiblich fσυγκέντρωση πραγμάτωνσυγκέντρωση πραγμάτων
- Versammlungθηλυκό | Femininum, weiblich fσυγκέντρωση ανθρώπων, συνάντησησυγκέντρωση ανθρώπων, συνάντηση
- Einsammlungθηλυκό | Femininum, weiblich fσυγκέντρωση μάζεμασυγκέντρωση μάζεμα
- Sammlungθηλυκό | Femininum, weiblich fσυγκέντρωση χρημάτωνσυγκέντρωση χρημάτων
- Konzentrationθηλυκό | Femininum, weiblich fσυγκέντρωση πνευματικήσυγκέντρωση πνευματική
Beispiele
- συγκέντρωση ρύπωνSchadstoffkonzentrationθηλυκό | Femininum, weiblich f