„στρυμωγμένος“ στρυμωγμένος [strimoɣˈmenos], στρυμωγμένη, στρυμωγμένοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) dicht gedrängt, beengt dicht gedrängt, beengt στρυμωγμένος στρυμωγμένος Beispiele είμαι στρυμωγμένος οικείο | umgangssprachlichοικ in der Klemme sitzen είμαι στρυμωγμένος οικείο | umgangssprachlichοικ