„στρεσαρισμένος“ στρεσαρισμένος [stresarizˈmenos], στρεσαρισμένη, στρεσαρισμένοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) gestresst gestresst στρεσαρισμένος στρεσαρισμένος Beispiele είμαι στρεσαρισμένος im Stress sein, gestresst sein είμαι στρεσαρισμένος