„στουμπώνω“: μεταβατικό ρήμα στουμπώνω [stumˈbono]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) vollstopfen vollstopfen στουμπώνω στουμπώνω