στομαχόπονος
[stomaˈxoponos]αρσενικό | Maskulinum, männlich mÜbersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- Magenschmerzenπληθυντικός αρσενικού | Maskulinum Plural mplστομαχόπονος ιατρική | Medizinιατρστομαχόπονος ιατρική | Medizinιατρ