„στιλβώνω“: μεταβατικό ρήμα στιλβώνω [stilˈvono]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-σα; -θηκα; -μένος> Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) polieren polieren στιλβώνω παπούτσια στιλβώνω παπούτσια