„στηλιτεύω“: μεταβατικό ρήμα στηλιτεύω [stiliˈtevo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) anprangern anprangern (ως als) στηλιτεύω στηλιτεύω