„στηθοσκοπώ“: μεταβατικό ρήμα στηθοσκοπώ [stiθoskoˈpo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) abhorchen abhorchen στηθοσκοπώ ιατρική | Medizinιατρ στηθοσκοπώ ιατρική | Medizinιατρ