„στεφανώνομαι“: μεσοπαθητικό ρήμα στεφανώνομαι [stefaˈnonome]μεσοπαθητικό ρήμα | mediopassives Verb v/mp Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) sich trauen lassen sich trauen lassen στεφανώνομαι στεφανώνομαι