„στεριανός“: αρσενικό στεριανός [sterjaˈnos]αρσενικό | Maskulinum, männlich m μειωτικός όρος | pejorativ, abwertendμειωτ Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) Landratte Landratteθηλυκό | Femininum, weiblich f στεριανός στεριανός