στερεώνω
[stereˈono]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-σα; -θηκα; -μένος>Übersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- befestigen (σε an+δοτική | +Dativ +dat)στερεώνω σε τοίχο κλπ.στερεώνω σε τοίχο κλπ.
- festigenστερεώνω ενισχύωστερεώνω ενισχύω
στερεώνω
[stereˈono]αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/i <-σα; -θηκα; -μένος>Übersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)