στενοχώρια
[stenoˈxorja]θηλυκό | Femininum, weiblich fÜbersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- στενοχώρια
- Bedrängnisθηλυκό | Femininum, weiblich fστενοχώρια δύσκολη θέσηστενοχώρια δύσκολη θέση