„στενοχωριέμαι“: μεσοπαθητικό ρήμα στενοχωριέμαι [stenoxoˈrjeme]μεσοπαθητικό ρήμα | mediopassives Verb v/mp Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) traurig sein, sich Sorgen machen traurig sein στενοχωριέμαι νιώθω στενοχώρια στενοχωριέμαι νιώθω στενοχώρια sich Sorgen machen (για über+αιτιατική | +Akkusativ +akk um) στενοχωριέμαι ανησυχώ στενοχωριέμαι ανησυχώ