„στασιάζω“: αμετάβατο ρήμα στασιάζω [stasiˈazo]αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/i <-ιασα> Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) meutern, putschen meutern στασιάζω στασιάζω putschen στασιάζω πολιτική | Politikπολιτ στασιάζω πολιτική | Politikπολιτ