„σπουδαίος“ σπουδαίος [spuˈðeos], σπουδαία, σπουδαίοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) wichtig, besondere wichtig σπουδαίος σπουδαίος besondere σπουδαίος ιδιαίτερπς σπουδαίος ιδιαίτερπς Beispiele τίποτα το σπουδαίο nichts Besonderes τίποτα το σπουδαίο