„σπουδάζω“: μεταβατικό ρήμα | αμετάβατο ρήμα σπουδάζω [spuˈðazo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t &αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/i <-σα; -σμένος> Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) studieren studieren σπουδάζω σπουδάζω