σπιτήσιος
[spiˈtisjos], σπιτήσια, σπιτήσιοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjÜbersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- häuslich, Haus-σπιτήσιοςσπιτήσιος
- familiärσπιτήσιος σχετικός με την οικογένειασπιτήσιος σχετικός με την οικογένεια
- hausgemacht, selbst gemachtσπιτήσιος γλυκό, φαγητόσπιτήσιος γλυκό, φαγητό