σπαρταρώ
[spartaˈro]αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/i <-άς; -ησα>Übersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- zappelnσπαρταρώ κ. από τους πόνουςσπαρταρώ κ. από τους πόνους
- (zusammen)zuckenσπαρταρώ με φόβο, τρόμοσπαρταρώ με φόβο, τρόμο