„σουβλερός“ σουβλερός [suvleˈros], σουβλερή, σουβλερόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) spitz, stechend spitz σουβλερός μυτερός σουβλερός μυτερός stechend σουβλερός πόνος σουβλερός πόνος