σοσιαλδημοκρατικός
[sosialðimokratiˈkos], σοσιαλδημοκρατική, σοσιαλδημοκρατικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjÜbersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- sozialdemokratischσοσιαλδημοκρατικόςσοσιαλδημοκρατικός