σκορπίζω
[skorˈpizo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-σα; -στηκα; -σμένος>Übersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- streuen, verstreuenσκορπίζω ρίχνωσκορπίζω ρίχνω
- zerstreuenσκορπίζω εδώ κι εκείσκορπίζω εδώ κι εκεί
- ausströmen, verbreitenσκορπίζω άρωμα, μυρωδιά, θερμότητασκορπίζω άρωμα, μυρωδιά, θερμότητα
- verschwendenσκορπίζω χρήματασκορπίζω χρήματα
Beispiele
- σκορπίζω τις δυνάμεις μουsich verzetteln
σκορπίζω
[skorˈpizo]αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/i <-σα; -στηκα; -σμένος>Übersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- sich zerstreuenσκορπίζωσκορπίζω