σκοπιά
[skoˈpja]θηλυκό | Femininum, weiblich fÜbersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- Wacheθηλυκό | Femininum, weiblich fσκοπιά χρονικό διάστημασκοπιά χρονικό διάστημα
- Wacht(t)urmαρσενικό | Maskulinum, männlich mσκοπιά παρατηρητήριοσκοπιά παρατηρητήριο
- Standpunktθηλυκό | Femininum, weiblich fσκοπιά άποψη μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφσκοπιά άποψη μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ