„σκεπή“: θηλυκό σκεπή [skjeˈpi]θηλυκό | Femininum, weiblich f Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) Dach, Verdeck Dachουδέτερο | Neutrum, sächlich n σκεπή κτηρίου σκεπή κτηρίου Verdeckουδέτερο | Neutrum, sächlich n σκεπή αυτοκίνητο | Autoαυτοκ σκεπή αυτοκίνητο | Autoαυτοκ