„σκαστός“ σκαστός [skasˈtos], σκαστή, σκαστόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) schmatzend schmatzend σκαστός σκαστός Beispiele σκαστό φιλίουδέτερο | Neutrum, sächlich n Schmatzαρσενικό | Maskulinum, männlich m σκαστό φιλίουδέτερο | Neutrum, sächlich n