„σκέτος“ σκέτος [ˈskjetos], σκέτη, σκέτοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) pur, schwarz, trocken, leer, schlicht, einfach pur σκέτος ποτό σκέτος ποτό schwarz σκέτος καφές σκέτος καφές trocken, leer σκέτος ψωμί σκέτος ψωμί schlicht, einfach σκέτος απλός, λιτός μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ σκέτος απλός, λιτός μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ Beispiele σκέτη ανοησίαθηλυκό | Femininum, weiblich f blanker Unsinnαρσενικό | Maskulinum, männlich m σκέτη ανοησίαθηλυκό | Femininum, weiblich f