„σιτεμένος“ σιτεμένος [siteˈmenos], σιτεμένη, σιτεμένοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) abgehangen abgehangen σιτεμένος κρέας σιτεμένος κρέας