„σιδηρομετάλλευμα“: ουδέτερο σιδηρομετάλλευμα [siðiromeˈtalevma]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) Eisenerz Eisenerzουδέτερο | Neutrum, sächlich n σιδηρομετάλλευμα σιδηρομετάλλευμα