„σημιτικός“ σημιτικός [simitiˈkos], σημιτική, σημιτικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) semitisch semitisch σημιτικός σημιτικός