„σεξουαλικά“: επίρρημα σεξουαλικά [seksualiˈka]επίρρημα | Adverb adv Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) sexuell sexuell σεξουαλικά σεξουαλικά Beispiele σεξουαλικά ώριμος geschlechtsreif σεξουαλικά ώριμος